Λίγα λόγια για τις ωοθήκες…

Οι ωοθήκες είναι δύο υπόλευκα («λευκωπά») όργανα με σχήμα αμυγδάλου, των οποίων η επιφάνεια παρουσιάζεται ανομοιόμορφη, καθότι φέρουν συνήθως μικρά εξογκώματα.

Κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ηλικίας της γυναίκας οι ωοθήκες έχουν μήκος 3 έως 5 εκατοστά περίπου, αλλά μετά την εμμηνόπαυση «συρρικνώνονται» και εμφανίζονται ατροφικές.

Οι ωοθήκες εντοπίζονται εκατέρωθεν της μήτρας πλησίον των κοιλιακών σαλπιγγικών στομίων, όπως φαίνεται στην παρακάτω εικόνα.

 

 

Τα όργανα αυτά είναι οι γεννητικοί αδένες του θήλεος.

Ο όρος «γεννητικοί» υποδηλώνει, πως οι ωοθήκες είναι τα όργανα, που εμπλέκονται στην αναπαραγωγική λειτουργία, ενώ ο όρος «αδένες» φανερώνει την λειτουργία των ωοθηκών ως οργάνων, που παράγουν ορμόνες.

Η λειτουργία τους είναι διττή:

•    αποτελούν την έδρα αποθήκευσης και ωρίμανσης των ωαρίων, δηλαδή των κυττάρων, που ενωνόμενα με ζωντανά σπερματοζωάρια γονιμοποιούνται και προκύπτει αρχόμενη κύηση

•    αποτελούν έδρα παραγωγής ορμονών, οι οποίες ρυθμίζουν τη λειτουργία του αναπαραγωγικού συστήματος της γυναίκας

Τι είναι οι Δερμοειδείς κύστεις;

Οι κύστεις των ωοθηκών είναι μορφώματα έχοντα τη μορφή κλειστού ασκού («σάκου»), τα οποία είναι πλήρη (γεμάτα) υγρού.

Οι δερμοειδείς κύστεις των ωοθηκών συχνά αναφέρονται και ως ώριμα κυστικά τερατώματα των ωοθηκών. Πρόκειται για καλοήθη κυστικά μορφώματα με παχύ τοίχωμα, που περιέχουν ιστούς, που κανονικά εντοπίζονται σε άλλα μέρη του σώματος, όπως δέρμα, το οποίο περιέχει τόσο θύλακες τριχών, όσο και ιδρωτοποιούς αδένες, τρίχες, σμήγμα, αίμα, λιπώδη ιστός, οστά, δόντια, νύχια, χόνδρος, καθώς και ιστός από θυρεοειδή αδένα.

Είναι δυνατόν οι δερμοειδείς κύστεις να εξαλλαγούν σε καρκίνο;

Σε μελέτη του Comerci και των συνεργατών του, που δημοσιεύθηκε το 1994 καταγράφηκε συχνότητα εξαλλαγής των κύστεων αυτών σε αληθή καρκίνο μόλις 1,7%. Η παρατήρηση αυτή είναι σύμφωνη με ανάλογες παρατηρήσεις, που κατά καιρούς καταγράφηκαν στη διεθνή βιβλιογραφία.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί, πως υφίσταται διαχωρισμός μεταξύ δερμοειδών κύστεων, οι οποίες είναι γνωστές με το όνομα ώριμα κυστικά τερατώματα και ανωρίμων κυστικών τερατωμάτων.

Οι ιστοί, που εντοπίζονται εντός των ανωρίμων κυστικών τερατωμάτων είναι εν μέρει – όπως λέμε – αδιαφοροποίητοι. Τα κύτταρα των τερατωμάτων φαίνεται, πως προέκυψαν από ένα αρχικό πολυδύναμο κύτταρο, ένα κύτταρο δηλαδή, το οποίο έχει θεωρητικά τη δυνατότητα να διαφοροποιηθεί (να «εξειδικευθεί») σε κύτταρα πλήθους ιστών. Η διαφοροποίηση είναι μία διαδικασία, που χωρίζεται σε στάδια. Τα κύτταρα των ανωρίμων τερατωμάτων έχουν τρόπον τινά «ξεκινήσει» τη διαδικασία διαφοροποίησης, αλλά αυτή για κάποιους λόγους «σταμάτησε στη μέση». Συνεπώς, τα κύτταρα των μορφωμάτων αυτών μοιάζουν μεν με τα κύτταρα των διαφόρων ιστών, αλλά όχι τελείως.

Αντίθετα, στα ώριμα τερατώματα, δηλαδή στις δερμοειδείς κύστεις, η διαδικασία διαφοροποίησης των κυττάρων βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο.

Τα ανώριμα τερατώματα αποτελούν το 1% των τερατωμάτων, εμφανίζονται κατά κανόνα στις πρώτες δύο δεκαετίες της ζωής και είναι κακοήθη μορφώματα.
    
Με το υπερηχογράφημα είμαστε σίγουροι, πως τα εντοπισθέντα μορφώματα είναι δερμοειδείς κύστεις και όχι κάτι άλλο;

Οι δερμοειδείς κύστεις έχουν στον υπερηχογραφικό έλεγχο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και μπορούμε σε γενικές γραμμές με ικανοποιητική ακρίβεια να εκφέρουμε την άποψη, πως το εντοπισθέν μόρφωμα είναι όντως τέτοιου είδους κύστη.

Πρόσθετα δε στοιχεία μπορούμε να αντλήσουμε τόσο από την αξονική, όσο και από τη μαγνητική τομογραφία.

Βέβαια, η τελική διάγνωση είναι δυνατόν να τεθεί μόνον μετά από χειρουργική αφαίρεση του μορφώματος και εξέτασή του από παθολογοανατόμο.

Πότε αφαιρούνται οι δερμοειδείς κύστεις;

Μια ενδιαφέρουσα ανασκόπηση της διεθνούς σχετικής βιβλιογραφίας δημοσιεύθηκε το 2020.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα των συντακτών της συγκεκριμένης μελέτης, η τυπική αντιμετώπιση των δερμοειδών κύστεων είναι συντηρητική και περιλαμβάνει την ανά τακτά χρονικά διαστήματα παρακολούθησή τους με απεικονιστικές κατά κύριο λόγο μεθόδους (υπερηχογράφημα, αξονική ή μαγνητική τομογραφία), καθότι πρόκειται για κατά κανόνα βραδέως αναπτυσσόμενα μορφώματα, η διάμετρος των οποίων αυξάνει κατά μέσον όρο με ρυθμό 1,7 χιλιοστών κατ’ έτος περίπου.

Γενικά, οι δερμοειδείς κύστεις αφαιρούνται, όταν η παρουσία τους συνδέεται με την εκδήλωση συμπτωματολογίας ή η διάμετρός τους αυξηθεί πέραν των 10 εκατοστών. Πέραν του μεγέθους αυτού αυξάνονται οι πιθανότητες εκδήλωσης επιπλοκών, όπως η συστροφή της ωοθήκης ή η αυτόματη ρήξη της κύστεως.

Αξίζει πάντως να αναφερθούμε και σε έτερη ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας, η οποία δημοσιεύθηκε το 2016. Εκ των στοιχείων, που οι συντάκτες της μελέτης αυτής ήντλησαν από τη διεθνή βιβλιογραφία, προέκυψε, ότι μεταξύ του συνόλου των κύστεων των ωοθηκών, αυτές, που είναι πιθανότερο να προκαλέσουν συστροφή, είναι οι δερμοειδείς κύστεις. Το εύρημα αυτό αποδίδεται στην αυξημένη περιεκτικότητά τους σε λιπώδη ιστό και στο αυξημένο τους βάρος. Μάλιστα, σχεδόν το σύνολο των κύστεων αυτών, που προκάλεσαν συστροφή φαίνεται, ότι δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλες (είχαν διάμετρο μεταξύ των 5 και 6 εκατοστών). Για το λόγο αυτό υπάρχουν και αυτοί, που συνιστούν τη χειρουργική αφαίρεση των δερμοειδών κύστεων, ακόμα και αν αυτές έχουν διάμετρο μόλις 5 εκατοστά.  

Πάντως, αν τέτοια μορφώματα εντοπισθούν σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση η χειρουργική τους αφαίρεση συνιστάται συχνότερα, καθότι είναι πιθανότερο τότε αυτά να υποκρύπτουν κακοήθεια.

Είναι δυνατόν οι δερμοειδείς κύστεις να επανεμφανιστούν μετά την αφαίρεσή τους;

Στην προαναφερθείσα μελέτη του 2016 καταγράφηκε ποσοστό επανεμφάνισης των δερμοειδών κύστεων μετά από τη χειρουργική τους αφαίρεση της τάξης του 3% με 4%. Η επανεμφάνιση είναι ελαφρώς συχνότερη μετά από λαπαροσκόπηση.

Άλλοι παράγοντες, οι οποίοι καθιστούν την επανεμφάνιση των δερμοειδών κύστεων πιθανότερη είναι:

•    ηλικία μικρότερη των 30 ετών

•    διάμετρος κύστεως μεγαλύτερη των 8 εκατοστών

•    αμφοτερόπλευρος εντοπισμός (εντοπισμός και στις δύο ωοθήκες)

Έχει διατυπωθεί η άποψη, πως η παρουσία δύο εξ αυτών των παραγόντων αρκεί, για να αυξηθεί η πιθανότητα επανεμφάνισης των συγκεκριμένων μορφωμάτων στο 21%. Η πλειοψηφία των επανεμφανίσεων καταγράφεται εντός των πρώτων 12 μηνών από την χειρουργική επέμβαση.

Κλείστε ΕΔΩ το ραντεβού σας, για να αντιμετωπίσουμε όποιο γυναικολογικό θέμα, θέμα εγκυμοσύνης ή θέμα υπογονιμότητας σας απασχολεί!

Δείτε ΕΔΩ πότε είναι οι γόνιμες ημέρες σας!

Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD
ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
Master of Science University College London
Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Comerci JT Jr, Licciardi F, Bergh PA, Gregori C, Breen JL. Mature cystic teratoma: a clinicopathologic evaluation of 517 cases and review of the literature. Obstet Gynecol. 1994 Jul;84(1):22-8. PMID: 8008317.

Li RY, Nikam Y, Kapurubandara S. Spontaneously Ruptured Dermoid Cysts and Their Potential Complications: A Review of the Literature with a Case Report. Case Rep Obstet Gynecol. 2020 Mar 31;2020:6591280. doi: 10.1155/2020/6591280. PMID: 32292616; PMCID: PMC7150697.

Moridi A, Arab M, Fazli G, Khayamzadeh M. Clinical Points in Dermoid Cyst Management: A Review Article. J Obstet Gynecol Cancer Res. 2016; 1 (3)