Υπάρχει πλήθος μελετών, οι οποίες συνδέουν τον αποκλειστικό θηλασμό με ελαφρά αύξηση του δείκτη νοημοσύνης σε βρέφη και νήπια. Στις 17 Μαρτίου του 2015 δημοσιεύθηκε στο έγκυρο ιατρικό περιοδικό THE LANCET Global Health μελέτη, η οποία για πρώτη φορά συνδέει τόσο το δείκτη νοημοσύνης, όσο και την μακροχρόνια παραμονή στην εκπαίδευση, αλλά και το μελλοντικό εισόδημα, με το θηλασμό.

Βραζιλιάνοι ερευνητές συνέλεξαν στοιχεία, που αφορούσαν σχεδόν 6.000 βρέφη. Σημαντικό είναι πως περίπου 3.500 ενήλικες περίπου 30 ετών σήμερα δέχθηκαν να υποβληθούν σε δοκιμασίες μέτρησης του δείκτη νοημοσύνης τους.

Επιπλέον τα στοιχεία αυτά αφορούσαν πλήθος παραγόντων, οι οποίοι ενδεχομένως να επηρέαζαν το δείκτη νοημοσύνης των βρεφών. Ελήφθη υπόψη το οικογενειακό εισόδημα κατά την περίοδο του τοκετού, το μορφωτικό επίπεδο των γονέων, διάφορα γενετικά χαρακτηριστικά, το αν η μητέρα κάπνιζε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, το είδος του τοκετού καθώς και το βάρος του νεογνού.

Η στατιστική ανάλυση των μετρήσεων κατέδειξε πως οι ενήλικες, οι οποίοι ως βρέφη είχαν θηλάσει, είχαν υψηλότερο δείκτη νοημοσύνης, είχαν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο και ελαφρώς αυξημένο εισόδημα.

Όσο μεγαλύτερο ήταν το διάστημα του θηλασμού, τόσο μεγαλύτερα ήταν και τα οφέλη, που απολάμβαναν οι ενήλικες σήμερα.

Η διαφορά στο δείκτη νοημοσύνης ήταν πιο εμφανής μεταξύ των ενηλίκων, που είχαν θηλάσει για περίπου ένα έτος ως βρέφη και των ενηλίκων, οι οποίοι είχαν θηλάσει για λιγότερο από ένα μήνα. Συγκεκριμένα, η παρούσα μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα, πως στην πρώτη κατηγορία το διανοητικό πηλίκο (IQ) των ενηλίκων ήταν περίπου 4 μονάδες υψηλότερο, από ότι στη δεύτερη κατηγορία.

Φυσικά υπάρχει και η πιθανότητα οι μητέρες, οι οποίες θήλασαν, να βοήθησαν τα παιδιά τους σε ό,τι αφορά τη διανοητική τους ανάπτυξη και με άλλους μη μετρήσιμους τρόπους. Εντούτοις, από προγενέστερες μελέτες γνωρίζουμε, πως το μητρικό γάλα περιέχει μεγάλες ποσότητες πολυακόρεστων λιπαρών οξέων, τα οποία είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την ανάπτυξη του εγκεφάλου.

Υπάρχουν εξάλλου και μελέτες, οι οποίες συνδέουν το εύρος των ωφελειών για το παιδί από το μητρικό θηλασμό με συγκεκριμένα γονίδια, που το παιδί αυτό φέρει. Δηλαδή, υπάρχουν παιδιά, τα οποία χάρη σε συγκεκριμένα γονίδια, μπορεί να ωφεληθούν από το μητρικό θηλασμό περισσότερο σε σχέση με άλλα, που δεν φέρουν τα γονίδια αυτά.

Η μελέτη αυτή κατέδειξε τέλος, πως όταν τα μωρά θηλάζουν για τουλάχιστον έξι μήνες, όπως άλλωστε συστήνει και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, απολαμβάνουν τα περισσότερα από τα πλεονεκτήματα, που απολαμβάνουν και τα μωρά, τα οποία θηλάζουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Αυτή λοιπόν είναι μία ακόμα μελέτη, η οποία καταδεικνύει τα πλεονεκτήματα του θηλασμού και έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό πως δεν περιορίζεται στην ανάλυση των βραχυπρόθεσμων ή των μεσοπρόθεσμων ωφελειών του, αλλά μετρά τα μακροπρόθεσμα πλεονεκτήματά του. Η μελέτη αυτή επομένως προσθέτει ακόμα ένα επιχείρημα στην προώθηση του θηλασμού και στην ενημέρωση των νέων και των εν αναμονή μαμάδων για τα πλεονεκτήματά του.

Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD
ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
Master of Science University College London
Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας

 

Δημοσιεύθηκε στoυς ιστοτόπους iatropedia.gr και mytwins.gr και mitrikosthilasmos.com