Το έμβρυο είναι ένας οργανισμός, ο οποίος αναπτύσσεται στο προστατευμένο περιβάλλον της μήτρας. Πώς μπορούμε να το εξετάσουμε και να επιβεβαιώσουμε το καλώς έχειν της κατάστασής του ή να εντοπίσουμε ενδεχόμενα προβλήματα και να προτείνουμε τις ενδεδειγμένες λύσεις;

Μέχρι τη δεκαετία του ’80 ο μόνος τρόπος εξέτασης του εμβρύου περιελάμβανε την ψηλάφηση της μήτρας σε προχωρημένη κύηση, προκειμένου να εντοπιστεί η θέση του εμβρύου μέσα σε αυτή. Επίσης ο μαιευτήρας άκουγε την καρδιά του εμβρύου αρχικά με ένα ειδικό ξύλινο χωνί και αργότερα με κάποιες φορητές συσκευές Doppler.

Το έτος 1956 ήταν ένα έτος ορόσημο για την παρακολούθηση του εμβρύου. Τότε στη Γλασκώβη διενεργήθηκε για πρώτη φορά υπερηχογραφικός έλεγχος σε έμβρυο. Έκτοτε πολύ νερό κύλησε στ’ αυλάκι και εξελίχθηκαν τα μηχανήματα, που χρησιμοποιούμε, ενώ καταρτίστηκαν συγκεκριμένα κριτήρια για τον υπερηχογραφικό έλεγχο του εμβρύου και φυσικά για την εκπαίδευση των μαιευτήρων στη χρήση του υπερηχογράφου. Έτσι από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και ειδικά από τη δεκαετία του ’90 και έπειτα ο υπερηχογραφικός έλεγχος ενσωματώθηκε στην πάγια κλινική πρακτική.

Με το υπερηχογράφημα εντοπίζουμε χαρακτηριστικά στην ανατομία του εμβρύου και μπορούμε, ως ένα βαθμό φυσικά, να εντοπίσουμε ενδεχόμενες ανατομικές ανωμαλίες. Ο έλεγχος της ανατομίας του εμβρύου δια του υπερηχογραφικού ελέγχου γίνεται μεν σε κάθε υπερηχογράφημα, που υποβάλλεται η έγκυος, αλλά το κατ’ εξοχήν υπερηχογράφημα ελέγχου της ανατομίας του εμβρύου είναι το λεγόμενο υπερηχογράφημα β-επιπέδου.

Με τον υπερηχογραφικό έλεγχο μπορούμε εξάλλου να εντοπίσουμε και σημάδια, τα οποία δεν είναι από μόνα τους παθολογικά, αλλά ενδέχεται να συνδέονται με κάποια παθολογία. Ένα τέτοιο σημάδι είναι και η μέτρηση της αυχενικής διαφάνειας, η οποία συχνά παρουσιάζεται αυξημένη, όταν το έμβρυο πάσχει από σύνδρομο Down.

Μία έτερη μέθοδος εξέτασης της κατάστασης του εμβρύου είναι και ο εντοπισμός ουσιών στο αίμα της μητέρας, το οποίο λαμβάνεται με μία απλή αιμοληψία, τα επίπεδα των οποίων ενδέχεται να συνδέονται με κάποια παθολογία. Μία τέτοια εξέταση είναι και αυτή της μέτρησης των επιπέδων της πρωτεΐνης PAPP-A και της β-χοριακής, τα οποία σε συνδυασμό με την αυχενική διαφάνεια και την ηλικία της μητέρας, μπορεί να μας δώσουν τις πιθανότητες το έμβρυο να πάσχει από σύνδρομο Down.

Μέθοδος εξέτασης του εμβρύου είναι και η απευθείας λήψη βιολογικού υλικού του εμβρύου. Η λήψη αυτή γίνεται είτε με την αμνιοπαρακέντηση είτε με τη λήψη τροφοβλάστης. Το βιολογικό υλικό αυτό εξετάζεται είτε ως προς το γενετικό υλικό του εμβρύου είτε ως προς την παρουσία παραγόντων, οι οποίοι θα μπορούσαν να συνδέονται με παθολογία του εμβρύου. Έτσι μπορούμε να δούμε αν υπάρχει βλάβη στα γονίδια του εμβρύου, ή αν εντοπίζεται κάποιος βιολογικός παράγοντας, που θα μπορούσε να το βλάψει, όπως κάποιο μικρόβιο.

Τόσο η αμνιοπαρακέντηση, όσο και η λήψη τροφοβλάστης είναι επεμβατικοί τρόποι λήψης βιολογικού υλικού του εμβρύου και ενέχουν κίνδυνο αποβολής, ο οποίος ανάλογα με τη στατιστική κυμαίνεται μεταξύ του 0,6% και του 0,9%. Επομένως, προσπαθούμε να τους εφαρμόζουμε σε όσο το δυνατόν λιγότερες γυναίκες.

Μία μεγάλη επανάσταση στην προσπάθεια αυτή έγινε με την εφαρμογή της μέτρησης της αυχενικής διαφάνειας σε συνδυασμό με την μέτρηση των επιπέδων των ορμονών PAPP-A και β-χοριακή. Με τη μέθοδο αυτή καταγράφουμε με σημαντική ακρίβεια τις πιθανότητες ένα έμβρυο να πάσχει από σύνδρομο Down και έτσι προτείνουμε τις επεμβατικές μεθόδους μόνον, αν οι πιθανότητες αυτές παρουσιαστούν υψηλές. Συνεπώς πολύ λιγότερες γυναίκες χρειάζεται να υποβληθούν είτε σε αμνιοπαρακέντηση, είτε σε λήψη τροφοβλάστης.

Στα πλαίσια περιορισμού του αριθμού των επεμβάσεων αυτών ελπίδες μας έχει δώσει τα τελευταία χρόνια και ο εντοπισμός γενετικού υλικού του εμβρύου στο αίμα της γυναίκας (Cell – free fetal DNA). Έτσι μπορούμε με μία απλή αιμοληψία της μητέρας να λάβουμε γενετικό υλικό του εμβρύου, χωρίς να χρειαστεί να προστρέξουμε στην αμνιοπαρακέντηση ή στη λήψη τροφοβλάστης. Η μέθοδος αυτή κερδίζει σιγά σιγά όλο και περισσότερους θιασώτες και σταδιακά μειώνεται το αρχικά υψηλό της κόστος αφενός, ενώ εντάσσεται σιγά – σιγά στην κλινική πρακτική, αφού σταδιακά καταρτίζεται κατάλογος με συγκεκριμένα κριτήρια για την εφαρμογή της αφετέρου.

Τέλος σημαντικές πληροφορίες για την κατάσταση του εμβρύου μας δίνει και το καρδιοτοκογράφημα, στο οποίο η έγκυος υποβάλλεται κατά τα ύστερα στάδια της κύησης. Η εξέταση αυτή, σε συνδυασμό με το υπερηχογράφημα Doppler, μας δίνει στοιχεία σχετικά με το ρυθμό ανάπτυξης τους εμβρύου. Έτσι βγαίνουν συμπεράσματα σχετικά με τη θρέψη του εμβρύου από τον πλακούντα και αν αυτή κριθεί ανεπαρκής ενδέχεται να συστηθεί πρόκληση τοκετού ή – σε μερικές περιπτώσεις – καισαρική τομή.

Σήμερα λοιπόν μας δίνεται ένα πλήθος δυνατοτήτων σε ό,τι αφορά τον έλεγχο της κατάστασης του εμβρύου, ενώ με την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας φαίνεται, πως οι δυνατότητές μας αυτές θα αυξηθούν έτι περαιτέρω.

Κλείστε ΕΔΩ το ραντεβού σας, για να αντιμετωπίσουμε όποιο γυναικολογικό θέμα, θέμα εγκυμοσύνης ή θέμα υπογονιμότητας σας απασχολεί!

Δείτε ΕΔΩ πότε πρέπει να κάνετε τις εξετάσεις της εγκυμοσύνης σας!

Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD
ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
Master of Science University College London
Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας